ἀκραιφνεῖς

ἀκραιφνεῖς
ἀκραιφνής
unmixed pure
masc/fem acc pl
ἀκραιφνής
unmixed pure
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • неослоушьливыи — (2*) пр. Послушный, покорный: подобаѥть же и намъ ѹчимымъ. неослѹшливымъ быти. (μὴ ἀνηκόους) ПНЧ 1296, 44; и ˫ако не в притчю роду сему. Мнишьску же и мирьскы(х) черниць истинныхъ. покорливыхъ. и неослу||шливы(х). ошльць ˫ако во истину мирьстии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ορεστειακά — Έτσι ονομάστηκαν τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν τον Νοέμβριο του 1903 στην Αθήνα, όταν το Βασιλικό θέατρο ανέβασε την Ορέστεια του Αισχύλου, μεταφρασμένη σε απλή νεοελληνική γλώσσα από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη. Ο άκρως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”